δενδροφυτος

δενδροφυτος
    δενδρόφυτος
    δενδρό-φῠτος
    2
    поросший деревьями
    

(χώρα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δενδροφυτος" в других словарях:

  • δενδρόφυτος — planted with trees masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδρόφυτος — η, ο (AM δενδρόφυτος, ον) (για τόπους) κατάφυτος, δενδροφυτεμένος αρχ. «πέτρα δενδρόφυτος» είδος αχάτη με κλαδωτές γραμμές στην επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • δενδρόφυτον — δενδρόφυτος planted with trees masc/fem acc sg δενδρόφυτος planted with trees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφύτοιο — δενδρόφυτος planted with trees masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροφύτων — δενδρόφυτος planted with trees masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DENDRACHATES — nomen gemmae, ex achatis speciebus, arbusculâ (δένδρον enim Graecis arbor) insignis, ut vult. Plin. l. 37. c. 10. Imo non unâ, sed pluribus, adeo ut viridarii vel nemoris speciem praeferat, ut canit Orpheus versibus hisce: Εἰ καὶ δενδροφόροιο… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»